- νεφρωμένος
- -η, -ο1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. -ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek